Οστεοπόρωση: Παιδική νόσος της τρίτης ηλικίας

Οστεοπόρωση: Παιδική νόσος της τρίτης ηλικίας

Η οστεοπόρωση αποτελεί τη συνηθέστερη μεταβολική νόσο των οστών στη σύγχρονη εποχή μας, ιδίως στο Δυτικό κόσμο. Οι μεταβολικές παθήσεις των οστών, συμπεριλαμβανομένου της οστεοπόρωσης είναι απ’ τις πρώτες που έχουν καταγραφεί ακόμη και στην προϊστορική περίοδο, όπως έχουν αναδείξει μελέτες σε απολιθώματα ανθρώπινων σκελετών .

Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται πρώτον, από χαμηλή οστική μάζα ή, πιο απλά, από λιγότερη ποσότητα οστού και δεύτερον, από διαταραχή ποιότητας των οστών με αποτέλεσμα τη μείωση της αντοχής τους και τον αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Διακρίνεται σε δύο μορφές. Την Πρωτοπαθή, με την Μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και την Οστεοπόρωση των ηλικιωμένων ή γεροντική οστεοπόρωση και την Δευτεροπαθή.

Η συχνότερη μορφή οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή. Εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σχετίζεται με τη φυσιολογικά μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων, αυτής της ηλικίας. Η λεγόμενη οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας άνω των 70 ετών. Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση αναπτύσσεται σε ασθενείς με παθήσεις, όπως ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης (πάθηση του εντέρου με μειωμένη απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών της τροφής). Επίσης μπορεί να εμφανιστεί και σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα φάρμακα, όπως είναι η κορτιζόνη, μεγάλες δόσεις θυρεοειδικής ορμόνης, φάρμακα για την επιληψία και άλλα.

Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών, είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες και η συχνότητά της αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Στην Ελλάδα περίπου το 30% των Ελληνίδων πάσχουν από οστεοπόρωση και μάλιστα το 75% εξ αυτών δεν το γνωρίζουν. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και αναδεικνύει την ανάγκη για τη συστηματική ενημέρωση του κοινού  και ιδιαίτερα των γυναικών αναφορικά με την έγκαιρη διάγνωση της οστεοπόρωσης, όσο και για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης της. Εδώ έγκυται ο ρόλος του ορθοπαιδικού ιατρού, όχι  μόνο στην διάγνωση αλλά στην ενημέρωση των ασθενών.

Για ποιους λόγους όμως αναπτύσσουμε οστεοπόρωση; Δύο είναι οι καθοριστικοί λόγοι. Πρώτος είναι το χαμηλό επίπεδο οστικής μάζας που αποκτά ένα άτομο έως την ηλικία των 25 και ο δεύτερος, η αυξημένη απώλεια οστού που συμβαίνει μετά την ηλικία των 45-50 ετών. Επομένως από την παιδική ηλικία βάζουμε τις βάσεις για την ανάπτυξη ή όχι της οστεοπόρωσης. Γι αυτό τον λόγο η οστεοπόρωση αναφέρεται ως νόσος της παιδικής ηλικίας. Η περίοδος μεταξύ του 9ο και 20ου έτος να είναι η πλέον κρίσιμη στην οικοδόμηση γερών οστών που θα προστατεύσει από απώλειες τα μετέπειτα χρόνια.

Μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι πάσχει από οστεοπόρωση; Η αλήθεια είναι ότι όταν το καταλάβει, η νόσος θα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Πρόκειται για μια σιωπηρή νόσο που δεν παρουσιάζει συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως περνάνε αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η οστεοπόρωση συνεχώς χειροτερεύει μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο της σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα. Κατάγματα μπορεί να συμβούν σε διάφορες θέσεις του σκελετού, αλλά συνήθως συμβαίνουν στους σπονδύλους (40% των οστεοπορωτικών καταγμάτων), στον αυχένα του μηριαίου οστού -γοφός- (20%), και στην πηχεοκαρπική (20%). Τα οστεοπορωτικά κατάγματα συμβαίνουν σχεδόν πάντα μετά από έναν ελαφρό τραυματισμό, όπως είναι η πτώση από την όρθια θέση, ενώ συνοδεύονται πάντοτε από πόνο. Τα σπονδυλικά κατάγματα συμβαίνουν συχνά χωρίς να προηγηθεί τραυματισμός και αρκετές φορές δεν συνοδεύονται από πόνο. Απώλεια ύψους και κύφωση αποτελούν όψιμες εκδηλώσεις της οστεοπόρωσης και οφείλονται σε σπονδυλικά κατάγματα.

Πώς όμως θα διαγνώσουμε την οστεοπόρωση; Όταν έχει συμβεί κάταγμα, η διάγνωση είναι εύκολη και στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Το θέμα είναι να γίνει η διάγνωσή στο προσυμπτωματικό στάδιο, πριν συμβεί το κάταγμα και γίνεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας, εφόσον τηρούνται οι ενδείξεις για τη χρησιμοποίηση αυτής της διαγνωστικής μεθόδου.

Και η θεραπεία; Η καλύτερη θεραπεία για την οστεοπόρωση είναι το προλαμβάνειν, με έναρξη από την παιδική κι όλας ηλικία. Στόχοι μας είναι, η εξουδετέρωση των παραγόντων κινδύνου, ώστε να μην επιτραπεί η ανάπτυξη της νόσου, η απόκτηση του μέγιστου δυνατού επιπέδου της κορυφαίας οστικής μάζας μέχρι την ηλικία των 25 ετών και η διατήρησή της κατά την ηλικιακή περίοδο των 25-45 ετών καθώς και η ελαχιστοποίηση της οστικής απώλειας μετά την ηλικία των 45 ετών.

Με ποιους τρόπους;

  • Καθημερινή λήψη της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου (1 gr για παιδιά μέχρι 10 ετών και άνδρες μέχρι 65 ετών,1,5gr για εφήβους, γυναίκες όλων των ηλικιών και άνδρες άνω των 65 ετών) και βιταμίνης D (ημερήσιες ανάγκες σε vitD : 400-800 IU) μέσω της διατροφής. Πηγές ασβεστίου αποτελούν κυρίως τα γαλακτοκομικά προϊόντα (Γάλα αγελάδας 1,2gr/Kgr, γάλα πρόβειο 2,1gr/Kgr, γιαούρτι 1,7gr/Kgr, τυρί φέτα 5gr/Kgr και τυρί κίτρινο 10-12gr/Kgr). Άλλες πηγές ασβεστίου είναι τα ψάρια, τα μεταλλικά νερά και το σουσάμι σε όλες τις μορφές του (παστέλια, ταχίνι, κτλ). Όσον αφορά στις πηγές βιταμίνης D, γάλατα εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D, τα δημητριακά του πρωινού, καθώς και η έκθεση του δέρματος στο φως του ήλιου αποτελούν καλές πηγές βιταμίνης D. Τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνη D, είναι τα παχιά ψάρια (ρέγκα, σκουμπρί, σολομός, σαρδέλα,τόνος), το συκώτι, ο κρόκος του αυγού, το βούτυρο, το τυρί κλπ.
  • Πρόγραμμα σωματικής άσκησης (συστηματικά: 3-4 ώρες/εβδομάδα με ασκήσεις που εκτελούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας π.χ. περπάτημα, τρέξιμο, τένις, α νεβοκατέβασμα σκάλας, χορός).
  • Ρύθμιση της ανεπάρκειας των οιστρογόνων σε περιπτώσεις πρόωρης εμμηνόπαυσης ή παρατεινόμενης αμηνόρροιας.
  • Διατήρηση κανονικού σωματικού βάρους
  • Καθόλου κάπνισμα
  • Ελαχιστοποίηση των οινοπνευματωδών ποτών
  • Σε παθήσεις που χρήζουν λήψη κορτιζόνης, να λαμβάνεται στην μικρότερη δυνατή δόση και πάντως όχι πάνω από τα 7,5 mg/ημέρα. Σε μεγαλύτερες δόσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται παράλληλα ασβέστιο και βιταμίνη D με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού.

Η δευτερογενής πρόληψη της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει μέτρα, που εφαρμόζονται όταν έχουν ξεκινήσει οι νοσογόνοι παθογενετικοί μηχανισμοί, και στοχεύει πρώτον, στην εξουδετέρωση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου με σκοπό την μη εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων της πάθησης. Αυτά επιτυγχάνονται με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή σχεδιασμένη από τον θεράποντα ιατρό, εξατομικευμένη στις ανάγκες και στο προφίλ του κάθε ασθενούς.